- εστιώ
- (ΑΜ ἑστιῶ, -άω, Α και ιων. και δωρ. ἱστιάω) [εστία]παραθέτω γεύμα, προσκαλώ σε εστίαση, κάνω το τραπέζι, φιλεύω, περιποιούμαι, φιλοξενώμσν.-αρχ.μέσ. ἑστιῶμαιτρώωαρχ.1. (στην Αθήνα) παρέχω δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα στους συμφυλέτες μου2. (για κτήρια ή αίθουσες) χρησιμεύω ως εστιατόριο3. κάνω γαμήλιο συμπόσιο4. πανηγυρίζω νίκη με συμπόσιο5. γιορτάζω την ημέρα τής γεννήσεως με συμπόσιο6. περιποιούμαι, προσφέρω πνευματική τέρψη ή μάθηση7. ψυχαγωγώ, ευφραίνω, τέρπω8. (μτχ.) οἱ ἑστιῶντεςαυτοί που φιλοξενούν, που φιλεύουν9. παθ. α) φιλοξενούμαι, φιλεύομαιβ) συμποσιάζω («ἐνύπνιον ἑστιώμεθα;» — στον ύπνο συμποσιάζουμε, Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.